περιβράσσω

περιβράσσω
και αττ. τ. περιβράττω, ΜΑ
βράζω και τινάζομαι ολόγυρα
μσν.
μέσ. περιβράσσομαι
(για πρόσ.) αναταράζομαι, σπαρταρώ από γέλια, από οργή ή από θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βράσσω «αναταράσσω, σείω, κλονίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”